- παστός
- Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του θανάτου του θεού που θα εκπροσωπούσε.
* * *(I)ὁ, ΝΜΑνυφικός θάλαμος, νυμφώνας, παστάδα («ὡς νυμφίος ἐκπορευόμενος ἐκ παστοῡ αὐτοῡ», ΠΔ)νεοελλ.1. η τελετή τού γάμου2. (στην Κρήτη, στην Κύπρο κ.α.) το ανάκλιντρο όπου κάθονται οι νεόνυμφοι όταν μπουν, με ειδική τελετή, στη νέα τους κατοικία3. (στη Λέρο κ.α.) το τραπέζι, δίπλα στο οποίο στέκονται οι μελλόνυμφοι για τη στέψη4. (στην Αγόριανη κ.α.) στολισμένο πολύχρωμο υφαντό, κρεμασμένο στον τοίχο, κάτω από το οποίο οι νεόνυμφοι δέχονται τις ευχές5. η στολισμένη εξέδρα όπου στέκονται κατά την τελετή τού γάμου ο γαμπρός και η νύφη6. παροιμ. «ό,τι πάρει η νύφη στον παστό» — λέγεται για ευκαιριακές απολαβέςμσν.-αρχ.νυφικό στεφάνιαρχ.1. η νυφική κλίνη2. κεντητό παραπέτασμα τής νυφικής κλίνης3. νυφικός ή γαμήλιος ύμνος4. ξόανο θεού το οποίο μεταφερόταν σε πομπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσω. Για τη σημασιολογική εξέλιξη που παρατηρείται στο παστός αναφορικά προς την αρχική σημ. τού πάσσω «πασπαλίζω» βλ. λ. πάσσω. Η λ. παστός, εξάλλου, έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με τη λ. παστάς, λόγω τής σημασιολογικής συγγένειας τών δύο τύπων].————————(II)-ή, -ό / παστός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πάσσω]πασπαλισμένος με αλάτι, αλατισμένος2. αυτός που διατηρείται στο αλάτι ή σε άλμη, αλίπαστος, παστωμένος (α. «αντζούγιες παστές» β. «παστὸς ἰχθύς», Διοκλητ.)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το παστόκάθε εδώδιμο που διατηρείται σε άλμη ή στο αλάτι2. φρ. «τόν έκανε παστό στο ξύλο» — τόν έδειρε ανηλεώςαρχ.1. αυτός που πασπαλίζεται2. το ουδ. ως ουσ. καθετί τριμμένο ή κοπανισμένο ώστε να γίνει λεπτή σκόνη, άχνη3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παστάείδος πολτώδους μαγειρικού παρασκευάσματος από άλφιτα.
Dictionary of Greek. 2013.